- ευοδιάζω
- εὐοδιάζω (Α) [ευοδία]βάζω κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να εισχωρήσει εύκολα, να βρεί τον δρόμο του («λαβόντες οὖν... ἁρμόζοντα καθετῆρα εὐοδιάσωμεν αὐτόν», Παύλ. Αιγ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐοδιάζουσιν — εὐοδιάζω pass pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὐοδιάζω pass pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοδιάσομεν — εὐοδιάζω pass aor subj act 1st pl (epic) εὐοδιάζω pass fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοδιασμός — εὐοδιασμός, ὁ (Α) [εὐοδιάζω] η ενέργεια τού εὐοδιάζω* … Dictionary of Greek
συνευοδιάζω — Μ βάζω σε καλό δρόμο, δίνω τη σωστή κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐοδιάζω «βάζω σε καλό δρόμο»] … Dictionary of Greek
συνευοδιαζούσης — σύν εὐοδιάζω pass pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)